- χωνευτικότητα
- [-ης (-ητος)] η1) удобоваримость (пищи); 2) плавкость
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χωνευτικότητα — η, Ν [χωνευτικός] η ιδιότητα τού χωνευτικού … Dictionary of Greek
χωνευτικότητα — η η ιδιότητα του χωνευτικού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ευπεψία — η (ΑΜ εὐπεψία) [εύπεπτος] εύκολη πέψη, φυσιολογική χώνευση τής τροφής, χωνευτικότητα … Dictionary of Greek
καλοστομαχία — καλοστομαχία, ἡ (Μ) ευπεψία, χωνευτικότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + στομαχία (< στόμαχος < στόμαχος), πρβλ. κακο στομαχία] … Dictionary of Greek